Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Η λιτότητα και οι περιφερειακές χώρες του ευρώ





Μαυροζαχαράκης Μανόλης

Κοινωνιολόγος –Πολιτικός Επιστήμονας


Η υιοθέτηση της λιτότητας

Η κρίση χωρίς αμφιβολία καλλιέργησε το έδαφος για την εκκωφαντική καταδίκη των αρνητικών πτυχών της λιτότητας που ως πολιτική εφαρμόζεται ανελλιπώς και ανεπιτυχώς  επί τρία συναπτά έτη στις περιφερειακές χώρες του ευρώ, την Ελλάδα, την   Πορτογαλία και την  Ισπανία.  
Παράλληλα ωστόσο ανέκυψε  το ερώτημα εάν η συγκεκριμένη πολιτική έχει κάποιο δύσκολα αντιληπτό νόημα , τουλάχιστον  για τους κοινούς θνητούς που ενδεχομένως  μόνο οι δημοσιονομικοί τεχνοκράτες αντιλαμβάνονται.           
Με βάση τα δοκίμια της οικονομικής επιστήμης η λιτότητα ορίζεται   ως πολιτική δημοσιονομικής εξυγίανσης και περιστολής.
Μέσω της λιτότητας επιχειρείται  ένας συνδυασμός της δημοσιονομικής και φορολογικής πολιτικής για να κρατηθούν  τα έσοδα και οι δαπάνες σε ισορροπία.
Τα μέτρα λιτότητας περιλαμβάνουν συνήθως υψηλότερους φόρους και περικοπές στις δαπάνες με στόχος  να μειωθεί το κρατικό έλλειμμα, δηλαδή η ετήσια διαφορά των (μικρότερων) εσόδων από τα (μεγαλύτερα) έξοδα.
Υπενθυμίζουμε ότι τα υψηλά επίπεδα των κρατικών χρεών που μεταφράζονται σε έναν εκτροχιασμένο συνολικό δανεισμό των ευρωπαϊκών κρατών οδήγησαν σε ένα βαρύ κατηγορητήριο κατά των  κυβερνήσεων διότι  ξόδεψαν πολλά την εποχή των «παχέων αγελάδων» και κατόπιν βρέθηκαν υπό πίεση στην προσπάθεια τους να ξοδέψουν πολλά χρήματα για τη διάσωση των τραπεζών.             Η κοινή στάση αυτή  των κυβερνήσεων οδήγησε χωρίς άλλο,  σε μια  σχεδόν παγκόσμια ομοφωνία μεταξύ ηγετών και διεθνών οργανισμών πως ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε τα χειρότερα  ήταν να υιοθετήσουμε άμεσα αυστηρά μέτρα λιτότητας και πως οι παγκόσμιες αγορές θα «τιμωρούσαν» όσα κράτη δεν κατάφερναν να μειώσουν τα ελλείμματά τους
Κατά συνέπεια οι κ. Van Rompuy, Scheuble  & Co ιδιοποιήθηκαν  το εύηχο  σύνθημα "περισσότερη Ευρώπη" για να  επιβάλλουν  λιγότερη κυριαρχία στους προϋπολογισμούς , λιγότερη οικονομική ελευθερία κινήσεων και λιγότερη δημοκρατία.
Αν διαβάσει κανείς τα πονήματα τους μάταια θα αναζητήσει  λέξεις  όπως επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, αντικυκλική οικονομική πολιτική ή ακόμα και φιλόδοξους στόχους  ανάπτυξης και της απασχόλησης

Η φιλοσοφία της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης
 

Το επίκαιρο «στίγμα», που έχει καταφέρει η κρίση  να καθιερώσει στο συλλογικό υποσυνείδητο, είναι το στίγμα του νεοφιλελευθερισμού.
Οι ιθύνουσες ελίτ της  Δύσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Ενωση, κοκ υποστήριξαν συνεχώς την κατ ‘ ευφημισμόν καλούμενη « μεταρρύθμιση », προσηλωμένη στον νεοφιλελεύθερο φανατισμό.

Ας επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε τις διάφορες φιλοσοφίες που διέπουν την νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση στην Ευρώπη σήμερα. 
Στον πυρήνα της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης που βρίσκεται εν εξελίξει υπό ηγεμονία  βρίσκεται η έννοια  εγκράτειας η οποία εν πολλοίς έχει θρησκευτικές καταβολές και παραπέμπει στον προτεσταντισμό[1].
Συνοπτικά  μπορούμε να  διαφοροποιήσουμε  μεταξύ φυσικής εγκράτειας , της πολιτικής εγκράτειας και της εγκράτειας με την στενή έννοια του όρου.
 Εν προκειμένου,  νεοφιλελεύθεροι τύπου Μέρκελ θεωρούν την φυσική εγκράτεια πραγματολογικά και πολιτικά  απαραίτητη εμμένοντας στους περιορισμούς  του προϋπολογισμού για να μην παρατηρηθεί το χάος που είδαμε με την  Ελλάδα.
Στη δεύτερη περίπτωση, της πολιτικής εγκράτειας θεωρείται περισσότερο κανονιστικό θέμα που δεν μπορεί να λειτουργήσει για αυτούς  που ενδιαφέρονται περισσότερο για την ανακατανομή εισοδήματος.
Οι νεοφιλελεύθεροι πάντως απαντούν κανονιστικά στο ζήτημα προκρίνοντας για  λόγους αποτελεσματικότητας, αλλά και για λόγους ατομικής ελευθερίας ένα μικρό κράτος που νοιάζεται μόνο για τη λειτουργία των αγορών, αλλά κατά τα άλλα απέχει από την λειτουργία τους[2].
Όπως σημειώνει ο
Steward Hall «o νεοφιλελευθερισμός εδράζεται στο «ελεύθερο, κτητικό άτομο», με το κράτος να θεωρείται τυραννικό και καταπιεστικό. Πιο συγκεκριμένα, το κράτος πρόνοιας είναι ο πλέον βασικός εχθρός της ελευθερίας. Το κράτος δεν πρέπει ποτέ να κυβερνά την κοινωνία, να υπαγορεύει στα ελεύθερα άτομα πώς να διαθέσουν την ιδιωτική τους περιουσία, να ρυθμίζει την οικονομία της ελεύθερης αγοράς ή να αναμιγνύεται στο θεόσταλτο δικαίωμα της κερδοφορίας και της συσσώρευσης ατομικού πλούτου»[3]
Σύμφωνα με ένα κεντρικό αξίωμα του νεοφιλελευθερισμού το οποίο καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τον Μίλτον Φρίντμαν , οι ελεύθερες αγορές εξασφαλίζουν τη βέλτιστη κατανομή των πόρων, και άρα την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας[4]. Παρά την εμφανή αποτυχία σε κάθε σχεδόν περίπτωση που εισάγεται περισσότερη ελεύθερη αγορά, και την απορρύθμιση που αυτή φέρνει, οι νεοφιλελεύθεροι επιμένουν: οι πόροι δεν κατανέμονται βέλτιστα γιατί αυτό που φταίει είναι ότι χρειάζεται απόλυτα αδέσμευτη αγορά. Με το επιχείρημα αυτό μεταθέτουν την επιτυχία του εγχειρήματος τους στο μέλλον επιζητώντας ιδανικές συνθήκες της απόλυτης αγοράς.  
Για τους νεοφιλελεύθερους η κοινωνία έχει μια οργανική ποιότητα, είναι ακριβώς ο απροσχεδίαστος και αυθόρμητος συντονισμός πολλών ατόμων που δρούν ωθούμενα από προσωπικά κίνητρα.[5].
Η ιδέα του αυθόρμητου συντονισμού σχετίζεται με την έννοια της παράδοσης ως εσωτερικευμένης στα δρώντα υποκείμενα γνώσης και σοφίας. Είναι η έννοια της «τεχνογνωσίας» που αποκτά το άτομο δραστηριοποιούμενο και διαχειριζόμενο τα προβλήματα επί τόπου[6].
Η τρίτη περίπτωση της στενής εγκράτειας,  διαφοροποιείται σε  εγκράτεια κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης και κατά τη διάρκεια μιας θεμελιώδους κρίσης.
Στην περίοδο οικονομικής ύφεσης, δεν συστήνεται ακόμα και από τους νεοφιλελεύθερους  ως  απαραίτητη η  υπερβάλλουσα εγκράτεια αλλά η αναθεώρηση και ο αναπροσανατολισμός των δημόσιων δαπανών.
Από πακέτα στήριξης και διάσωσης συστήνεται ωστόσο  η κυβέρνηση  να κρατήσει  απόσταση - έτσι ώστε να μην διαταράξει τον  αυτοκάθαρση  της αγοράς στην περίοδο  στασιμότητας[7].
Εγκράτεια στην περίοδο της ύφεσης σημαίνει «όχι περισσότερες δαπάνες» όχι όμως  «περιορισμό των δαπανών».
Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης σε αυτή την φάση στρέφεται  λιγότερο προς την «επανεκκίνηση» της οικονομίας αλλά στην σταθεροποίηση , έτσι ώστε η ύφεση να μην  αφήσει μόνιμες βλάβες, αλλά να  δράσει καθαρτικά 
Υπό αυτό το πρίσμα, συστήνονται για  παράδειγμα προγράμματα περιορισμένου και ευέλικτου  χρόνου απασχόλησης, επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα κοκ.
Το αντίθετο συστήνεται όμως σε περιόδους δομικής κρίσης. Απόλυτη εγκράτεια.   
Εντούτοις σε μια κρίση, η οποία έχει  θεμελιώδη φύση, η εγκράτεια  δεν είναι μόνο ανεπαρκής  από την άποψη της ανάπτυξης της κοινωνίας , αλλά αποτελεί  και ρυθμιστικό πολιτικό λάθος.
Οι αποταμιευτές, οι εργαζόμενοι, οι εργοδότες, όλοι οι φορείς  της κοινωνίας, πρέπει να σηκώσουν το κόστος των λαθών που οι  τράπεζες και οι επενδυτές έχουν διαπράξει.
Αυτός ο διαχωρισμός  των υπευθύνων  από τις επιπτώσεις των αποφάσεων θέτει τις βάσεις για νέες κρίσεις.
Εν κατακλείδι η οικονομική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού,  είναι: δημοσιονομική αυστηρότητα, νομισματικός έλεγχος, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση και ευελιξία στην αγορά εργασίας.
Η μονεταριστική καταγωγή των οικονομολογικών θεωριών του νεοφιλελευθερισμού είναι εμφανής καθώς η νομισματική σταθερότητα, η περιοριστική νομισματική πολιτική (όχι κρατικός παρεμβατισμός – δημόσιες δαπάνες) και ως εκ τούτου ο αγώνας κατά του πληθωρισμού, αποτελούν βασικό στόχο των νεοφιλελεύθερων. Κατ’ αυτούς η οικονομία της επέκτασης – τόνωσης της ζήτησης προκαλεί πληθωρισμό, δημιουργεί πλασματικές θέσεις εργασίας ή σκανδαλωδώς συντηρεί θνησιγενείς επιχειρήσεις διασαλεύοντας τον ανταγωνισμό και υπονομεύοντας  την οικονομική ανάπτυξη και τις προοπτικές απασχόλησης.

Η λανθασμένη διάγνωση


Η επικράτηση της  λογικής της λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης υπήρξε μια εξέλιξη που αποδείχτηκε από την αρχή  μοιραίο λάθος, επειδή  οι υποστηρικτές της σκληρής λιτότητας δεν αντιλήφτηκαν ποτέ  τις  πραγματικές αιτίες της κρίσης,
Συνολικά οι λογικές υπέρ του  περιορισμού  των  κρατικών  προϋπολογισμών  είναι λάθος διότι μπερδεύουν τις δημόσιες ανάγκες  με τις ανάγκες ενός  ιδιωτικού  νοικοκυριού. 
Σε τελική ανάλυση η κρίση στη ζώνη του ευρώ δεν ανάγεται κυρίως  στην ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική.
Η Ισπανία και η Ιρλανδία είχαν  για παράδειγμα, την παραμονή της κρίσης,   πλεονάσματα  στους προϋπολογισμούς τους .
Πολύ μεγαλύτερη ήταν η ζημιά  που προέκυψε από το αρρύθμιστο  τραπεζικό σύστημα, το οποίο δάνειζε χρήματα αφειδώς και ανεύθυνα.
Ο δημόσιος τομέας δεν έχει δανειστεί τόσο  υπερβολικά, όσο ο ιδιωτικός τομέας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η κρίση του ευρώ σήμερα εξακολουθεί να παρερμηνεύεται ως μια δημοσιονομική κρίση.
Πρόκειται ωστόσο  για μια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν όπως επισημαίνει  ο Martin Wolf ότι στα χρόνια της ευφορίας προ της χρηματοοικονομικής κρίσης, τα κεφάλαια μετακινούνταν απρόσκοπτα και  «η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία κατέγραφαν ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως του 10% του ΑΕΠ. Τα ελλείμματα αυτά χρηματοδότησαν τις πλεονάζουσες δαπάνες στον ιδιωτικό τομέα, στον δημόσιο ή και στους δύο. Η περίοδος ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, επίσης, δημιούργησε μεγάλες ζημίες στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα»  [8]

Ακολούθησαν τα «Ξαφνικά εμπόδια» στις εισροές κεφαλαίων. Αυτά τα εμπόδια δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 2008 (επηρεάζοντας την Ελλάδα και την Ιρλανδία), την άνοιξη του 2010 (επηρεάζοντας την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία) και τέλος το δεύτερο εξάμηνο του 2011 (επηρεάζοντας την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία).
Το όλο θέμα δεν έχει να κάνει με την σπάταλη δημοσιονομική πολιτική .
Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε μόνο με την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, στον απόηχο της βαθιάς ύφεσης και της διάσωσης των τραπεζών.
Άλλωστε όπως σημείωνε ο
Keynes, η περίοδο της οικονομικής απογείωσης και όχι η περίοδο της ύφεσης,  είναι η κατάλληλη στιγμή για λιτότητα,.
Η λιτότητα .σε γενικές γραμμές δεν συνιστάται διότι υποθηκεύει τις επενδύσεις.
Οι καταναλωτικές δαπάνες παραμένουν στάσιμες  στη ζώνη του ευρώ, καθώς οι μισθοί δεν αυξάνονται. Οι εταιρείες δεν επενδύουν, διότι οι πωλήσεις ακυρώθηκαν λόγω της μείωσης της ζήτησης.
Εάν την ίδια στιγμή, μειώνονται οι δημόσιες επενδύσεις και περιστέλλονται οι  κρατικές  δαπάνες έπεται η  συρρίκνωση της οικονομίας, διότι τα φορολογικά έσοδα πέφτουν.
Το αποτέλεσμα είναι η στασιμότητα και αποπληθωρισμός.
Οι δαπάνες του ενός είναι τα έσοδα του άλλου.
Εντούτοις, ένα ισχυρό επιχείρημα μεταξύ άλλων που εκφέρουν οι θιασώτες της λιτότητας είναι ότι μόνο η πολιτική της εγκράτειας  επιτρέπει στην σημερινή νέα γενιά να συμμετάσχει
ad hoc σε έναν ουσιαστικό διάλογο περί αναδιανομής, διότι όσο υπάρχει η δυνατότητα του απεριόριστου και φτηνού δανεισμού τα αδιέξοδα  της αναδιανομής θα μεταφέρονται στις επόμενες γενιές.
Τα αντεπιχείρημα είναι ότι οι πραγματικές επενδύσεις στο κοινωνικό σύνολο ωφελούν  τις μελλοντικές γενιές τόσο σε υποδομές όσο και σε ευκαιρίες.
Το πρόβλημα με την λιτότητα είναι ότι συνδέεται με  αντιλαϊκά και διόλου δημοφιλή, μέτρα όπως οι  περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, η αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης και η μείωση μισθών και συντάξεων.
Ιδιαίτερα εμφανή είναι αρνητικά  αποτελέσματα  της λιτότητας στις περιπτώσεις  της Ελλάδας και της Ισπανίας, με μια ανεργία που ξεπερνάει το 25 %  και μια νέα γενιά η οποία δεν διαθέτει πλέον  οικονομική προοπτική.
Το 50% όλων των νέων στη Νότια Ευρώπη δεν έχει δουλειά.
Μια ολόκληρη γενιά διαλύεται κυριολεκτικά από την πολιτική.
Η ανεργία συνοδεύεται από  επισφαλή εργασία, από  φόβους  για το μέλλον, από ψυχολογικές  ασθένειες όπως η κατάθλιψη. Όλα αυτά οδηγούν πολλούς νέους ανθρώπους στην αυτοκτονία. 
Η λιτότητα χειροτερεύει την κατάσταση όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και οικονομικά.
Όσο διαρκεί η λιτότητα θα διαρκεί και η  τραπεζική κρίση,  επειδή με κάθε άνεργο εξουδετερώνονται αποταμιεύσεις και αυξάνονται τα επισφαλή δάνεια κάτι που αναγκαία  οδηγεί σε  τραπεζικά προβλήματα.
Αυτά με τη σειρά τους οδηγούν σε μεγαλύτερους περιορισμούς στην χορήγηση δανείων και κατά συνέπεια  σε συρρίκνωση του ΑΕΠ, κάτι που πάλι με τη σειρά του οδηγεί σε υψηλότερο χρέος..
Συνολικά, η πολιτική αυτή στερείται νοήματος και δεν μπορεί   να επιλύσει την κρίση, αλλά  μόνο να  την επιδεινώσει.  .
Όσοι πιστεύουν ότι η πολιτική αυτή λειτουργεί δεν έχουν  ιδιαίτερη σχέση με την πραγματικότητα  ειδικότερα διότι αφαιρούν από την ανθρώπινη διάσταση, βλέποντας μόνο αριθμούς.
Αυτό συμβαίνει γιατί η  λιτότητα αναχαιτίζει την ανάπτυξη ενώ η πτώση στην δημόσια κατανάλωση οδηγεί στην κατάργηση  πολλών θέσεων εργασίας.  
Παρά την  αποτυχία της συνταγής εντούτοις με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε και ο  ωρίμασε ο κυνισμός εκείνων των επιχειρημάτων που καλωσορίζουν την λιτότητα ως χρήσιμη και απαραίτητη συνταγή.
Όπως τονίζει ο νομπελίστας Paul Krugman[9],  όσοι σερβίρουν τις   «κοινές πεποιθήσεις» περί λιτότητας  στην Ελλάδα και στην Ισπανία «ξέχασαν ότι εδώ εμπλέκονται και οι λαοί.» και ότι ο κόσμος «σε αυτές τις δύο χώρες λέει, πολύ απλά, ότι έφτασε στα όριά του: με την ανεργία σε επίπεδα Μεγάλης Υφεσης και με τους πρώην εργαζόμενους της μεσαίας τάξης να γυρεύουν τροφή στα σκουπίδια, η πολιτική της λιτότητας ήδη έχασε το μέτρο. Κι αυτό δείχνει ότι τα συμπεφωνημένα μπορεί πλέον να μην ισχύουν».
Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και ειδικότερα η Ελλάδα πάσχουν από
κυκλικά και διαρθρωτικά οικονομικά  προβλήματα .
Οι  οικονομίες  τους δεν είναι αρκετά αποδοτικές και άρα μη ανταγωνιστικές   στη ζώνη του ευρώ.
Άπαντες  γνωρίζουν ότι  εντός της  ζώνης του ευρώ οι χώρες αυτές θα χρειαστούν μεγάλη βοήθεια για να δώσουν θετικό πρόσημο στις οικονομίες τους.
Σε τελική ανάλυση υπενθυμίζουμε ότι μόλις βρίσκεται σε εξέλιξη  ο φαύλος κύκλος μεταξύ  έλλειψης ανταγωνιστικότητας και της μετανάστευσης των καταρτισμένων  εργαζομένων.

Το ευρώ έχει το τίμημα  του!


Μην έχουμε επομένως αυταπάτες, η προοπτική  των νοτίων χωρών στη ζώνη του ευρώ είναι δύσκολη. Σε αυτή την διαπίστωση  ,στην  οποία επιμένει ιδιαίτερα το ΚΚΕ δεν ανταπαντάει κανένας επαρκώς και οι περισσότεροι προτιμούν να πετάνε την μπάλα στην εξέδρα προκειμένου να μην εισπράξουν πολιτικό κόστος.   
Είναι γεγονός ότι αυτή την στιγμή δημιουργούνται στην περιφέρεια της ευρωζώνης εκτεταμένες ζώνες καταστροφής.
Λογική εξέλιξη  είναι,  οι δημοσιονομικές πολιτικές των χωρών της περιφέρειας να αναπροσαρμόζονται σε τριτοκοσμικές συνθήκες με την έννοια της εξουδετέρωσης της κοινωνικής πολιτικής.. Σε τελική ανάλυση χώρες όπως η Καμπότζη, δεν αντέχουν οικονομικά οποιαδήποτε κοινωνική πολιτική. Γιατί λοιπόν την Ελλάδα;
Το ευρώ έχει το τίμημα  του!
Δυστυχώς  το διαρθρωτικό πρόβλημα της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας είναι το ίδιο Ευρώ.
Γιατί  εάν οι περιφερειακές χώρες είχαν τη δυνατότητα να υποτιμήσουν το νόμισμά τους θα μπορούσαν να   ενισχύσουν σημαντικά   τις εξαγωγές τους και να υποκαταστήσουν τις εισαγωγές τους με εγχώρια προϊόντα , σπάζοντας τον φαύλο κύκλο που σήμερα είναι η κύρια απειλή για αυτές.
Το ευρώ, όμως,  για τις ιθύνουσες ελίτ στην Ευρώπη θεωρείται ιερό τέρας  και η σταθερότητα του προέχει, προέχει των προβλημάτων της  ανεργίας και ης  έλλειψης ευκαιριών.


Η εσωτερική υποτίμηση

Τι προτείνουν λοιπόν οι μονεταριστές οικονομολόγοι για τον Νότο;
Την  εσωτερική υποτίμηση, μέσα από την πτώση μισθών και συντάξεων όχι όμως μέσα από την πτώση των τιμών ,  ως υποτίθεται  προηγμένο εγχείρημα, το οποίο ωστόσο δεν αποσκοπεί σε τίποτα άλλο από το να καταστήσει τα κράτη ικανά να ικανοποιήσουν το κόστος που προέρχεται από την αποπληρωμή των τόκων δανεισμού.  
Είναι αξιοσημείωτο ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι πλέον τόκοι.
Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι η Ευρώπη  εύρισκε πάντα φτηνή  αναχρηματοδότηση με αποτέλεσμα η κατάσταση σήμερα να είναι αδιέξοδη.   
Κατά τα υπόλοιπα η αύξηση της παραγωγικότητας κατά μήκος ενός προς το παρόν μη  ελκυστικού φάσματος  προϊόντων και υπηρεσιών δεν θεωρείται σοβαρή επιλογή πολιτικής ενώ η διατήρηση του ύψους των μισθών υπό παράλληλη αύξηση  των φόρων θεωρήθηκε περίπλοκη υπόθεση, σε σύγκριση με μια εσωτερική  υποτίμηση 
Έτσι προτιμήθηκε ένα μείγμα πολιτικής που περιέχει τα πάντα . Από περικοπές και μισθολογική διολίσθηση  μέχρι αύξηση των φόρων στο σημείο μάλιστα η χώρα μας να έχει τον χαμηλότερο δείκτη εισοδήματος και την πιο άδικη εισοδηματική κατανομή  στην Ευρωζώνη και έναν από του υψηλότερους συντελεστές φορολόγησης.   
Βέβαια υπάρχει και το επιχείρημα  ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να λειτουργήσει μια εσωτερική υποτίμηση. Ως παράδειγμα αναφέρονται οι  χώρες της Βαλτικής, των οποίων τα νομίσματα είναι συνδεδεμένα με το ευρώ.
Η Εσθονία πέρασε από μια παρόμοια φούσκα ακινήτων όπως η  Ισπανία, η οποία  επηρέασε αρνητικά  την ανταγωνιστικότητα  της χώρας.
Εκεί όμως  η  ανεργία μετά από μια απότομη ύφεση κατά τα τελευταία δύο χρόνια έχει μειωθεί από 20% στο 10%.
Επίσης , στη Λετονία, η ανεργία μειώνεται ισχυρά το τελευταίο διάστημα.
Ένα άλλο επιχείρημα που εκφέρεται είναι ότι παρά την σκληρή λιτότητα οι Έλληνες επιμένουν  να κρατήσουν  την Ελλάδα στο  Ευρώ πράγμα που σημαίνει ότι στο σύνολο της  η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, κρίνεται ως επωφελής για την χώρα.
Το ίδιο ισχύει και για την Ισπανία, η οποία είχε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, μέσα  στη ζώνη του ευρώ.
Κατά τον  ορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1999 η Ισπανία είχε 15% ανεργία ενώ   το 1994. 25%
 Η ζώνη του ευρώ θα ξεκίνησε  το 1998 με ποσοστό ανεργίας μόλις πάνω από το 10% (το ίδιο διάστημα  οι ΗΠΑ είχαν 4%) και αυτή  ήταν κατά μέσο όρο πολύ χαμηλότερη από τότε, παρά τη ελάχιστη  αύξηση των μισθών και την οικονομική δυσπραγία  στην  Γερμανία. Γιατί λοιπόν οι σημερινές τάσεις δεν αντιστρέφονται ;
Σε αυτά τα επιχειρήματα θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι η  Εσωτερική υποτίμηση μπορεί να λειτουργεί μερικές φορές, όχι όμως τόσο καλά . Οι έπαινοι για τη Λετονία είναι υπερβολικοί  διότι πολιτικές που ανέχονται μια ανεργία της τάξεως του  20% είναι κακές πολιτικές. Και όσον αφορά την  Έλλάδα. Δυστυχώς προς το παρόν, η  μόνη ελπίδα της είναι τα εμβάσματα  από το βορρά, και όχι η ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά δεν είναι θέσφατο η επιτυχία μιας πραγματικής νομισματικής υποτίμησης.
Η. Εσθονία έπρεπε να αφομοιώσει ένα τεράστιο σοκ της εγχώριας ζήτησης σε ένα πολύ δύσκολο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο οι επιχειρήσεις και το εμπόριο  κατρακύλησαν  σε όλο τον κόσμο. Ακόμα και στο συχνά αναφερόμενο  παράδειγμα  ανάκαμψης της Ισλανδίας  μετά από υποτίμηση νομίσματος η ανεργία αυξήθηκε στο 9 %  και βρίσκεται σήμερα στο περίπου 5%.
Αυτά  είναι ποσοστά  πάνω από το μέσο όρο  των  τελευταίων  10 ετών
Κάτω από τια παραπάνω προϋποθέσεις οι δημοσιονομικές προστακτικές είναι αμείλικτες και γα αυτό σχεδόν ανέφικτες.  
Ένα μέρος του χρέους ακόμα και μετά την εσωτερική  υποτίμηση,  τελικά θα πρέπει να  διαγραφεί ή να ακυρωθεί  μέσα από έναν  συνεπή πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ. 
Όλες οι χώρες του Νότου  θα πρέπει παράλληλα να μειώσουν το μερίδιο εισαγωγών τους  και να το περιορίσουν στο απολύτως  αναγκαίο.
Τελικά δεν δυστύχησε  κανένας που  δεν έχει οδηγήσει BMW  της σειράς  3 και εκείνοι που οδηγούν τα τεράστια οχήματα ούτως η άλλως διαθέτουν  την οικονομική επιφάνεια για αυτό.
Βέβαια οι παράμετροι  ποικίλλουν  από χώρα σε χώρα.
Η  λιτότητα αποτελεί πάντως   μια λανθασμένη απάντηση σε ένα υπαρκτό πρόβλημα, διότι το εντείνει.
Αυτό που απαιτείται είναι μια συντονισμένη οικονομική πολιτική μέσα από την συμμετοχή των κρατών σε μεγάλα  κοινά αναπτυξιακά προγράμματα τα οποία θα οδηγήσουν τελικά στην εναρμόνιση της Ευρώπης όσον αφορά το οικονομικό της μοντέλο. Από αυτά τα  προγράμματα επωφελούνται όλες οι χώρες χωρίς να κερδίζουν μόνο οι τράπεζες.



[2] David Held: Μοντέλα Δημοκρατίας

[3] Stuart Hall: The march of the neoliberals .   The Guardian, Monday 12 September 2011 http://www.guardian.co.uk/politics/2011/sep/12/march-of-the-neoliberals

[4] Κωστή Γκίκα: Ιδεολογικές συγκρούσεις στη σκιά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης . Κυριακή, 10 Ιούνιος 2012

http://www.socialopinion.gr/ αρχείο/430-Ιδεολογικές-συγκρούσεις-στη-σκιά-της-παγκόασμιας-οικονομικής-κρίσης

Βούλγαρης Γ. «Φιλελευθερισμός, Συντηρητισμός, Κοινωνικό κράτος 1973-1990,
Αθήνα, Θεμέλιο, 1994


[5] Γκίντενς, Α., Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, Αθήνα, Πόλις, 1999

[6] Sorman, G., Η φιλελεύθερη λύση, Αθήνα, Ροές, 1986
.
[7] Thurow, L., Το μέλλον του καπιταλισμού, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1997

[8] Martin Wolf: Το μοιραίο γερμανικό λάθος. 11/04/12http://www.euro2day.gr/ftcom_gr/194/articles/692282/ArticleFTgr.aspx

[9] Krugman Paul : Είναι τρέλα η μανία με τη λιτότητα στην Ευρώπη http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=477011

Ο κίνδυνος της αυταρχικής διολίσθησης και η επαναφορά της Δημοκρατίας



Μαυροζαχαράκης Μανόλης


Ο κίνδυνος της αυταρχικής διολίσθησης  και η επαναφορά της  Δημοκρατίας

Κοινωνιολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας

Υποψήφιος διδάκτορας πολιτικής επιστήμης














Summary

Many eminent thinkers led by Colin Crouch disapprove of the great dangers reserving economic crisis for democracy and argue that in Europe have crept rampant trends transforming the probationary democratic regime, in a   regime of  Metademocracy.                                                                                                                                      According this thesis  across Europe, we are dealing now with a significant shift in power at the expense of traditional institutions of representative democracy and in favor of financial markets, which seem to have become autonomous. This is the case,  because politics does not play the crucial role it should play.                                     
Thus largely canceling the postwar compromise between "capital and labor" and between "democracy and totalitarianism," which already has been challenged during the '70s, when the ultra-liberalism rises up.                              
The only answer to the phenomenon of post-democracy is to help democracy to return back in his dominant  position .
Because most derived new forms of economic activity  nobody can control, there is a need for harnessing markets in a context of democratic legality and regularity.                                                                                                                                                                     The power of financial market players should be limited, inter alia, to avoid future serious crises like the one we are going through today.
This will mean that we must strengthen the democratic rights of participation, expression and control at all levels of economic activity.
It is the participation of policy, but also for the enhanced participation of workers and trade unions in economic decisions - either as part of multinational companies either through targeted promotion of certain industries and services.
In this context  the claim of economic democracy in Europe suggests  a fundamental democratization of political and economic governance  in combination with the  deepening European integration.


Περίληψη

Πολλοί έγκριτοι στοχαστές με προεξάρχοντα τον Colin Crouch αποδοκιμάζουν τους μεγάλους κινδύνους που επιφυλάσσει  η οικονομική κρίση για την Δημοκρατία και διατείνονται ότι στην Ευρώπη  έχουν παρεισφρήσει ασυγκράτητες τάσεις μετασχηματισμού του δόκιμου δημοκρατικού πολιτεύματος, σε ένα καθεστώς Μεταδημοκρατίας
Σε όλη την Ευρώπη, έχουμε να κάνουμε τώρα με μια σημαντική μετατόπιση της ισχύος σε βάρος των παραδοσιακών θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν αυτονομηθεί,  επειδή η πολιτική δεν παίζει τον κρίσιμο ρόλο που όφειλε να παίξει.
Συνεπεία τούτου ακυρώνεται ο συμβιβασμός μεταξύ «κεφαλαίου και εργασίας» αλλά και μεταξύ «δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού» που θεσμοθετήθηκε κατά την μεταπολεμική περίοδο,   ο οποίος είχε ήδη αμφισβητηθεί  κατά την διάρκεια της  ’70, όταν ο άκρατος φιλελευθερισμός επέστεψε  θριαμβευτικά.
Η μόνη απάντηση που υπάρχει στο φαινόμενο της μεταδημοκρατίας  είναι  να βοηθήσουμε  τη δημοκρατία να επιστρέψει θέση πρυτανείας που της αρμόζει.
Επειδή πλέον έχουν προκύψει μορφές  οικονομικής δραστηριότητας που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει , υπάρχει η ανάγκη τιθάσευσης  των αγορών σε ένα πλαίσιο  δημοκρατικής κανονικότητας και νομιμότητας. 
Η εξουσία των χρηματοπιστωτικών  παραγόντων της αγοράς πρέπει  να περιοριστεί, μεταξύ άλλων για να αποφευχθούν στο μέλλον σοβαρές κρίσεις όπως αυτήν που περνάμε σήμερα. 
Αυτό σημάνει ότι πρέπει να ενισχυθούν τα δημοκρατικά δικαιώματα συμμετοχής, ελέγχου και έκφρασης  σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας.
Πρόκειται για τη συμμετοχή της πολιτικής, αλλά και για την ενισχυμένη  συμμετοχή των  εργαζομένων και των συνδικάτων σε οικονομικές αποφάσεις - είτε στο πλαίσιο των πολυεθνικών εταιρειών είτε μέσα από  τη στοχευμένη προώθηση ορισμένων βιομηχανιών και υπηρεσιών.
Σε ένα τέτοιο συγκείμενο το αίτημα της οικονομικής δημοκρατίας στην Ευρώπη, , διεκδικεί   την πολιτική εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά μόνο σε  συνδυασμό  με έναν  θεμελιώδη εκδημοκρατισμό της πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης.





















Το ζήτημα της μεταδημοκρατίας και της έκτακτης ανάγκης

Πολλοί έγκριτοι στοχαστές με προεξάρχοντα τον Colin Crouch αποδοκιμάζουν τους μεγάλους κινδύνους που επιφυλάσσει  η οικονομική κρίση για την Δημοκρατία και διατείνονται ότι στην Ευρώπη  έχουν παρεισφρήσει ασυγκράτητες τάσεις μετασχηματισμού του δόκιμου δημοκρατικού πολιτεύματος, σε ένα καθεστώς Μεταδημοκρατίας[1].  
Αντιστοίχως ο μεγάλος στοχαστής J. Habermas  παραπέμπει σε μια  «μεταδημοκρατική  γραφειοκρατική εξουσία των ευρωπαϊκών ελίτ»[2], διευκρινίζοντας ότι «στην Ευρώπη τα κράτη διοικούνται από τις αγορές και τελικά ασκούν τόσο μεγάλη επιρροή στις χώρες που διαμορφώνουν ακόμα και κυβερνήσεις... όπως στην Ελλάδα και την Ιταλία» .
Σε κάθε περίπτωση η οικονομική κρίση αποκάλυψε μαζί με τις  εγγενείς αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την εδραίωση του πάνω  σε αμφίβολες εάν όχι αυταρχικές πολιτικές πρακτικές  οι οποίες ρέπουν  προς την εξουδετέρωση της δημοκρατικής φόρτισης των θεσμών  εν μέσω της επίκλησης έκτακτων δημοσιονομικών  αναγκών.
 Υπό την επίκληση του επείγοντος παραχαράσσεται  τόσο η διαμεσολαβητική λειτουργία των θεσμών όσο και συνολικότερα η απαραίτητη σχέση διαμεσολάβησης κράτους και πολιτών  για την λήψη πολιτικών αποφάσεων. Αυτή η σχέση  αναπαριστάνεται μόνο συμβολικά, μέσω των ΜΜΕ, τα οποία λειτουργούν ως διαθλαστική θέαση της πραγματικότητας.
Αυτό συμβαίνει, διότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, οι ιθύνουσες  πολιτικοοικονομικές ελίτ μεταφράζουν την πολιτική πραγματικότητα ως κατάσταση οικονομικού πολέμου που επαγωγικά δεν είναι τίποτα άλλο από μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης η οποία επιβάλει έκτακτα μέτρα που πολλές φορές βρίσκονται έξωθεν της συνταγματικής σφαίρας.     
H κατάσταση  έκτακτης ανάγκης, όπως την ανέδειξε ο Carl Schmitt βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την κυριαρχία υπό την έννοια  ότι ο κυρίαρχος είναι αυτός που μπορεί να αποφασίζει και να επιβάλει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης[3].
Ακριβώς για αυτό τον λόγο η έκτακτη ανάγκη ως κίνητρο πολιτικής όπως επισήμανε αναρωτώμενος  ο διαπρεπής πολιτικός στοχαστής Herfried Münkler   καθιστά το ολοκληρωτικό σύστημα ελκυστικό «επειδή είναι πιο άμεσο στη λήψη αποφάσεων από τις αριστερίζουσες δημοκρατίες;  Μπορεί μόνο η αναδρομή στο παρελθόν να καθορίζει την προτίμησή μας στη Δημοκρατία προκειμένου για την τήρηση της κοινωνικής και πολιτικής Τάξης σε έκτακτες συνθήκες; »[4].
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα  ο επιφανής φιλόσοφος Giorgio Agamben  θεωρεί ότι από την εποχή του φασισμού και εντεύθεν «η σκόπιμη διαμόρφωση
μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (παρότι, ενδεχομένως, δεν κηρύσσεται με την τεχνική έννοια του όρου) αναδείχθηκε σε μια από τις βασικότερες πρακτικές των σύγχρονων κρατών, ακόμα και των λεγόμενων
δημοκρατικών»[5].
Αυτό συνέβη, όπως διατείνεται ο  Agamben από την στιγμή που ο Χίτλερ καταλαμβάνοντας την εξουσία, «εξέδωσε στις 28 Φεβρουαρίου το Διάταγμα για την   προστασία του λαού και του κράτους, το οποίο ανέστελλε τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που αφορούσαν τις ατομικές ελευθερίες. Το διάταγ-
μα δεν ανακλήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα όλο το Γ' Ράιχ να μπορεί να θεωρηθεί, από νομικής άποψης, ως μια κατάσταση εξαίρεσης που διήρκεσε δώδεκα
χρόνια» [6].
Με βάση τα παραπάνω δόκιμος θα ήταν ασφαλώς έως έναν βαθμό παραλληλισμός  με την Ελλάδα του σήμερα, εάν λάβουμε υπόψη ότι τουλάχιστον τα τελευταία 12 έτη οι συνηθίζονται ως μέθοδος διακυβέρνησης οι  Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και τα Προεδρικά Διατάγματα που εφαρμόζονται αφενός για συντόμευση της νομοθετικής διαδικασίας και αφετέρου για την  κάμψη και αποφυγή τριβών και αντιστάσεων, στα πλαίσια προσομοίωσης συνθηκών οικονομικού πολέμου.
Σε τελική ανάλυση  αυτός ο τύπος διακυβέρνησης υποκαθιστά  τόσο τυπικά όσο και επί της ουσίας τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και υπονομεύει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στον κοινοβουλευτισμό [7]. 
Στην ίδια συνομοταξία μεταδημοκρατικής πολιτικής εφάπτεται και ο έξωθεν διορισμός  πρωθυπουργών χωρίς νομιμοποίηση του εκλογικού σώματος όπως έδειξαν τα παραδείγματα Monti και Παπαδήμου[8].  
Τα παραπάνω κατατείνουν στην άποψη ότι όταν ένα καθεστώς βρίσκεται σε κατάσταση έντονης αμφισβήτησης είναι πιθανόν να αναδυθούν τάσεις  σύγχρονου ολοκληρωτισμού υπό την επίφαση έκτακτων και κρίσιμων αναγκών του κράτους. 
Η άτυπη  θέσπιση μιας κατάστασης εξαίρεσης « ενός κατά νόμον εμφυλίου πολέμου που επιτρέπει τη φυσική εξόντωση όχι μόνο των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και ολόκληρων κατηγοριών πολιτών που για κάποιο λόγο δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο πολιτικό σύστημα»[9].  
Στο παραπάνω πλαίσιο αντιστοιχεί κατά  κάποιο τρόπο η Μεταδημοκρατία , η οποία κατά τον Crouch είναι στην ουσία μια ασπόνδυλη και άνευρη μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος στο οποίο εξακολουθούν μεν να υφίστανται οι επίσημοι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί όπως ο θεσμός των εκλογών και του κοινοβουλίου, αλλά οι πραγματικές αποφάσεις  για μεγάλα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα λαμβάνονται από εξωθεσμικά κέντρα που εν μέρει επικαλύπτονται από επίσημους θεσμούς.                                                             
Εν προκειμένω ο στοχαστής εννοεί  ιδιωτικούς φορείς με σκληρά οικονομικά συμφέροντα όπως  μεγάλες  διεθνείς εταιρείες, θεσμικούς επενδυτές,  οργανισμούς  αλλά και φαινομενικά «ανεξάρτητα» ιδρύματα, όπως η ΕΚΤ ή το ΔΝΤ, τα οποία  στο σύνολο τους δεν διαθέτουν  σχεδόν καμία δημοκρατική νομιμοποίηση.
Η επέκταση της μεταδημορατίας σε επίπεδο  ΕΕ, εκδηλώνεται μέσα από θεσμούς και επίσημα  εργαλεία πολιτικής  που παραμένουν μεν τυπικά ακέραια, αλλά  υποκύπτουν σε εξωτερικούς, κυρίως οικονομικούς εξαναγκασμούς και περιορισμούς, τους οποίους δεν μπορούν να επηρεάσουν.
«Έτσι λαμβάνονται αποφάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, στις οποίες αποφάσεις τα δημοκρατικά θεσμικά όργανα έχουν ελάχιστη επιρροή. Οι πολιτικοί εμφανίζονται περισσότερο ως παράγοντες των αγορών παρά ως εκπρόσωποι των συμφερόντων των πολιτών τους.  Οι άνθρωποι το αντιλαμβάνονται αυτό και γυρίζουν την πλάτη όλο και περισσότερο στην πολιτική τάξη και τη δημοκρατία. Μια πολύ επικίνδυνη εξέλιξη» [10].

Η κυριαρχία των αγορών

Πράγματι, όπως επισημαίνει ο Wolfgang Streeck «οι  αγορές υπαγορεύουν πλέον τον νόμο τους στα κράτη. Τα κράτη, υποτίθεται δημοκρατικά και κυρίαρχα, βλέπουν να τους επιβάλλονται όρια ως προς το τι μπορούν να κάνουν για τους λαούς τους και να τους ανακοινώνονται χαμηλόφωνα οι θυσίες που πρέπει να ζητήσουν από τους πολίτες»[11].
Οι αγορές κατά τον Streeck απέκτησαν μέσα από μια διαδικασία ανατροπής του «δημοκρατικού καπιταλισμού» την δύναμη  να εκβιάζουν το Δημόσιο, με  επιδέξιο τρόπο. Ως εκ τούτου ο «κίνδυνος που διατρέχει η δημοκρατία μέσα στην τρέχουσα κρίση  είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο που διατρέχει η οικονομία. Δεν κλονίζεται μόνο η «συστημική συνοχή» των σύγχρονων κοινωνιών -δηλαδή η αποτελεσματική λειτουργία των καπιταλιστικών οικονομιών τους- κλονίζεται και η «κοινωνική συνοχή» τους. 
Η δυνατότητα διαμεσολάβησης των εθνικών κρατών στα δικαιώματα των πολιτών από τη μια και στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης από την άλλη, περιορίστηκε σημαντικά στη νέα εποχή της λιτότητας»[12].
Με βάση τα παραπάνω καθίσταται προφανές ότι το πρόβλημα της μετα-δημοκρατίας πλήττει  περισσότερο ή λιγότερο όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, σε διάφορους βαθμούς»[13].  
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Σαφής  ενδείξεις  της προκείμενης τάσης είναι πρώτον, οι ποικίλες  δημοσκοπήσεις που καταγράφουν  την δυσαρέσκεια και οργή των πολιτών απέναντι στην πολιτική και  αν μη τι άλλο η χαμηλή προσέλευση στις εκλογές[14].
Οι τάσεις αυτές αναδεικνύουν  από την μεριά  ότι υπάρχει μια ισχυρή απώλεια νομιμοποίησης απέναντι στο πολιτικό σύστημα.  
Από την άλλη μεριά  η ίδια η πολιτική όπως εξελίσσεται στην Ευρώπη και ειδικότερα στην  χώρα μας, δείχνει ότι υποτάσσεται όλο και  περισσότερο στα πραγματικά και υποτιθέμενα προβλήματα της οικονομίας[15].
Οι πολιτικές αποφάσεις παίρνονται σήμερα με βασικό κριτήριο πως θα αντιδράσουν και τι θα πουν οι απρόσωπες αγορές που δεν  έχουν όνομα,  διεύθυνση και  γραμματοκιβώτιο[16].

Ο από-εκδημοκρατισμός

Άλλωστε παρατηρείται  σε όλη την  Ευρώπη μια ταχεία διαδικασία  απο-εκδημοκρατισμού, κυρίως στη νότια περιφέρεια [17].
Στην Ελλάδα για παράδειγμα , η πολιτική  τύχη της χώρας ελέγχεται  σε μεγάλο βαθμό από την τρόικα την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, αντί από τους εθνικά εκλεγμένους  αξιωματούχους.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος Μπερνάρ-Ανρί Λεβί αναφώνησε σε ένα πρόσφατο άρθρο[18] του: «αίσχος και αυτή η άκαρδη Ευρώπη της τραπεζοκρατίας, που αντί θεραπείας προσφέρει κώνειο στην χώρα που είναι η κοιτίδα της δημοκρατίας και των αξιών της, για την οποία επιφυλάσσει ένα πολιτικό σύστημα, ή μάλλον καλύτερα ένα αντιπολιτικό σύστημα, που αν και δεν έχει ακόμα όνομα, ορισμένοι δεν διστάζουν να το χαρακτηρίσουν «αποικιοκρατία χρέους».
Υπό το παρασκήνιο τεράστιων οικονομικών πιέσεων επιβάλλονται στις χώρες του Νότου τέτοιες δραστικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που δεν μπορούν πλέον να δρομολογηθούν δημοκρατικά. Οι αλλαγές αυτές παραπέμπουν αναλογικά  όπως σωστά επισημαίνει ο Μίμης Ανδρουλάκης[19] στην εποχή του μεσοπολέμου, όσον αφορά την εφιαλτική άνοδο της ανεργίας την αποσάθρωση των κοινωνικών βάσεων της Δημοκρατίας και την πολιτική τόνωση των άκρων.  
Ασφαλώς είναι αναμφισβήτητο και  προφανές το ιστορικό όφελος που αποκόμισαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες από την  πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης,  κερδίζοντας  δημοκρατικό βάθος[20].           
Η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο συνέβαλε στην ενίσχυση της Δημοκρατίας και μάλιστα ιδιαίτερα σε χώρες της Νότιας Ευρώπης όπως η  Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία,  οι οποίες  μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 είχαν  αυταρχικές δικτατορίες.
Εντούτοις, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει αλλάξει σημαντικά.
Η ΕΕ κατάντησε  όλο και περισσότερο μια κοινότητα  νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης, η οποία αποβλέπει  κατά κύριο λόγο στην ελευθερία των αγορών και λιγότερο στα κοινωνικά δικαιώματα[21].
Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μια πρωτοφανούς  εργαλειοποήσης  της κρίσης εκ μέρους της ΕΕ , με στόχο  να επιβληθούν   «μεταρρυθμιστικά προγράμματα»  σε ολοένα και περισσότερες χώρες.
Εν μέσω των προγραμμάτων αυτών  ελέγχονται οι  πολιτικές των χωρών  ενώ τα δημοκρατικά εκλεγμένα εθνικά κοινοβούλια δεν έχουν σχεδόν να πουν τίποτα.
Τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται από τις αρχές του 2013 να εφαρμόσουν  πολύ πιο αυστηρά δημοσιονομικά κριτήρια, καθώς τίθενται σε ισχύ οι νέοι κανόνες για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που προβλέπει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο.
Το Σύμφωνο υπαγορεύει ότι οι χώρες που το έχουν κυρώσει πρέπει να ενσωματώσουν τον λεγόμενο χρυσό κανόνα, τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, στα Συντάγματά τους, ενώ προβλέπει επίσης την δημιουργία αυτόματων διορθωτικών μηχανισμών - περικοπές δαπανών, αυξήσεις φόρων - όταν ο στόχος αυτός δεν επιτυγχάνεται.
Σε όλη την Ευρώπη, έχουμε να κάνουμε τώρα με μια σημαντική μετατόπιση της ισχύος σε βάρος των παραδοσιακών θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν αυτονομηθεί,  επειδή η πολιτική δεν παίζει τον κρίσιμο ρόλο που όφειλε να παίξει.
Κατά τον Herfried Münkler «οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης αποτελούν σήμερα ένα θλιβερό θέαμα» κάτι που κατά την άποψη του φαίνεται ιδιαίτερα , «από τον φοβισμένο χειρισμό της κρίσης του ευρώ». 
Ο καθηγητής σκιαγραφεί την εικόνα των ευρωπαϊκών ελίτ πολύ παραστατικά ως εξής: «Είτε επιμένουν να μην κάνουν τίποτα, ή πηγαίνουν από το ένα λάθος στο άλλο, έχοντας την προσδοκία ότι έτσι θα αποκτήσουν τον έλεγχο έναντι των αγορών. Τώρα που οι Ευρωπαϊκές ελίτ πρέπει να παρουσιάσουν αποδείξεις του παλιού τους ισχυρισμού ότι η Ευρώπη είναι ένας ικανός παίκτης στο παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό σκηνικό, δεν έχουν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να πελαγοδρομούν. Και επειδή αρνούνται να πιστέψουν ότι έτσι έχουν τα πράγματα, γιορτάζουν κάθε αμήχανη κίνησή τους ως τη σωτηρία της Ευρώπης και του ευρώ. Η φτωχή εικόνα που δίνει σήμερα η Ευρώπη είναι εν πολλοίς το αποτέλεσμα της ανικανότητας των ελίτ της.»[22]

Ο νεοφιλελευθερισμός

Με πολιτικές αποφάσεις οι κάποτε υψηλά  ρυθμιζόμενες  και συστηματικά ελεγχόμενες αγορές από  τη δεκαετία του '70  απορυθμίστηκαν τελείως.
Η επέκταση της  απορρύθμισης  έχει σχέση με την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου τύπου πολιτικής, ο οποίος εξαπλώθηκε από  τη Βρετανία και τις ΗΠΑ   σε όλη την Ευρώπη.
Ο νεοφιλελευθερισμός συνέδεσε εξ αρχής την πολιτική  με την απαλλαγή  των αγορών   από  πολιτικούς κανόνες και φραγμούς, με στόχο την επίτευξη μιας  αποδοτικής οικονομικής  πρακτικής.
Εν μέσω των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού   πυροδοτήθηκε , αυτό που φιλοσοφικά ονομάζουμε “αναποδογυρισμένη πρόοδο”, με την έννοια ότι το παρελθόν φαντάζει καλύτερο από το παρόν. 
Ως έκφραση μιας  πολιτικής σαφώς ιδεολογικά φορτισμένης,  που στην ουσία αποτάσσεται από τον «παραγωγικό καπιταλισμό» του κεφαλαίου και της εργασίας και υποτάσσεται στον αεριζίδικο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό καζίνο, που καταστρέφει τον οριζόντιο κοινωνικό πλούτο υπέρ ενός κάθετου πλούτου της ολιγαρχίας, ο νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί καθαυτού ως μια κατάργηση της προόδου με την συλλογική ή κοινωνική έννοια του όρου.  Συνεπεία αυτής της ιδεολογικής φόρτισης η Ευρώπη έχει εισέλθει σε μια εποχή υψηλής ιδεολογικής έντασης.
Στην πραγματικότητα, δηλαδή η ιστορική διαδικασία  που συνέδεσε τα ευρωπαϊκά κράτη με την έννοια της προόδου αντιστράφηκε στο ακριβώς  αντίθετο της [23], υποδαυλίζοντας διαδικασίες οπισθοδρόμησης τόσο του κοινωνικού κράτους όσο και της δημοκρατίας.
Εν κατακλείδι η επικυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού εκτίναξε τα τελευταία 30 χρόνια την  ανισότητα των εισοδημάτων, των ευκαιριών, των δικαιωμάτων και των  ελευθεριών. Το χειρότερο δε είναι όπως εύστοχα σημειώνει ο Paul Krugman  ότι επειδή πολύ λίγα γνωρίζουμε για την μακροπρόθεσμη  ανάπτυξη είναι εύλογο να υποθέσουμε  ότι «αν η ανισότητα των εισοδημάτων συνεχίσει να αυξάνεται, μας περιμένει ένα δυστοπικό μέλλον ταξικού
πολέμου….» [24].
Όπως δείχνει πολύ παραστατικά ο Marcel Gauchet στο τελευταίο βιβλίο του[25] η δημοκρατία, κατέφερε να αντιμετωπίσει  προκλήσεις  των ολοκληρωτισμών, ειδικότερα μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέσα από έναν βαθύ μετασχηματισμό   ο οποίος συνδυάστηκε με την κρατική παρέμβαση στην οικονομία υπό την καθοδήγηση του κεϋνσιανισμού, με το κράτος πρόνοιας και την  κοινωνική προστασία, την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, την  άμβλυνση των ταξικών συγκρούσεων. Με τον τρόπο αυτό θεσμοθετήθηκε ένας συμβιβασμός μεταξύ «κεφαλαίου και εργασίας» αλλά και μεταξύ «δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού»   ο οποίος άρχισε να αμφισβητείται κατά την διάρκεια της  ’70, όταν ο άκρατος φιλελευθερισμός επέστεψε  θριαμβευτικά. Σήμερα μπορούμε άνετα να μιλήσουμε για το οριστικό τέλος του συμβιβασμού. 

Η μετάλλαξη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και το πλεονέκτημα της Γερμανίας

Κατά μια ακραία διατύπωση , οι ευρωπαϊκές χώρες σκάβουν από μόνες το τάφο της ευρωπαϊκής ιδέας έχοντας μεταλλάξει εντελώς το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Όπως επισημαίνει στο τελευταίο άρθρο[26] του, ο έγκριτος αναλυτής Geοrge Friedman η κρίση ανέδειξε μεταξύ άλλων την ανικανότητα του μηχανισμού λήψης αποφάσεων που δημιουργήθηκε κατά την ίδρυση της ΕΕ να προσφέρει πολιτικές λύσεις που θα τυγχάνουν από την μια ευρύτερης  αποδοχής και θα είναι εφαρμόσιμες από την άλλη.
Οι  ευρωπαϊκές χώρες συναντούνται σήμερα μεταξύ τους ως ανταγωνιστικά και μεμονωμένα μεταξύ τους κράτη έθνη  που ακολουθούν  τα δικά τους ξεχωριστά συμφέροντα και όχι ως μέλη μιας μοναδικής πολιτικής ενότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αρθροίσματος, στο οποίο το κέρδος του ενός αποβαίνει εις βάρος κάποιου άλλου. 
Ούτως ή άλλως τα δομικά λάθη που έγιναν στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης  ευνόησαν τις πλεονασματικές  χώρες με προϋπάρχουσα υψηλή παραγωγικότητα,  όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο και η Αυστρία  ενώ οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου ήταν  αναπόφευκτα ζημιωμένες. Αυτή  η εσφαλμένη διάσταση της ευρωζώνης, με  χώρες  διαφορετικής παραγωγικότητας και διαφορετικού μοναδιαίου κόστους εργασίας,  είναι μια αποφασιστική μεταβλητή που  καταδεικνύει  ότι , δεν μπορούν να έχουν όλες οι χώρες  το ίδιο νόμισμα. Αυτή την   προβληματική αφηγείται  ο  Claus Offe[27] θεωρώντας την ως  το πρώτο μεγάλο λάθος της ενοποιητικής διαδικασίας  ενώ το δεύτερο είναι  ότι στην νομισματική ζώνη, δεν υπάρχει μια ενιαία δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική.  Από τα λάθη αυτά  επωφελήθηκε κατά τον Offe στο μέγιστο  η Γερμανία, επειδή  οι ανισορροπίες του εμπορίου την ευνόησαν μέσα από τα πλεονάσματα των εξαγωγών, τα οποία, ήταν εφικτά μόνον λόγω του κοινού νομίσματος.   
Στο πλαίσιο αυτό  είναι  εύστοχη και η παρατήρηση του Timothy Garton Ash[28]  ότι η Ευρωζώνη  δημιούργησε μεγάλα και απρόβλεπτα ασύμμετρα  σοκ , υπό την έννοια ότι ενώ  η  Γερμανία, υπό την πίεση της γερμανικής επανένωσης, «μείωσε εντυπωσιακά το κόστος εργασίας, περιόρισε τις κοινωνικές δαπάνες και έγινε πάλι ανταγωνιστική, πολλές από τις χώρες της περιφέρειας άφησαν να αυξηθεί το μοναδιαίο κόστος εργασίας και οι δαπάνες . Η Γερμανία και κάποιες άλλες χώρες της βόρειας Ευρώπης διατήρησαν την δημοσιονομική πειθαρχία και κράτησαν μέτρια επίπεδα χρέους.
Σε αντίθεση με τον Ash , o Perry Anderson υποστηρίζει ότι οι οικονομικές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής  για τη Νότια Ευρώπη ήταν εντελώς προβλέψιμες. Ειδικότερα ο Anderson αναφέρει:  «Δεδομένου ότι η παραγωγικότητα αυξήθηκε και το σχετικό κόστους εργασίας μειώθηκε, οι γερμανικές εξαγωγικές βιομηχανίες έγιναν πιο ανταγωνιστικές από ποτέ, λαμβάνοντας ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς της ευρωζώνης. Στην περιφέρεια, η αντίστοιχη απώλεια της ανταγωνιστικότητας των τοπικών οικονομιών αναισθητοποιήθηκε με τη ροή φτηνού κεφαλαίου δανεισμένο με όμοια επιτόκια σε όλη τη νομισματική ένωση, σύμφωνα με τη γερμανική συνταγή»[29].
Παράλληλα η κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική όπως εκφράστηκε  από τις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα με επίκεντρο την Γερμανία,    ενίσχυσε   τις αυταρχικές και όχι τις δημοκρατικές πολιτικές.
Όπως εύστοχα παρατηρεί η Judith Kantor με αναφορά σε γενικότερο συγκείμενο  «κοιτώντας διάφορες πηγές νομιμότητας που δικαιολογούν πολιτική εξουσία, βλέπουμε μια μόνιμη στροφή από παραδοσιακές δημοκρατικές πηγές της νομιμότητας σε άλλες πηγές νομιμότητας»[30].  
Είναι  σαν να έχει μπει μια  βόμβα τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που την έβαλαν οι ίδιες οι χώρες.
 Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πληθαίνουν ολοένα περισσότερο   οι φωνές που θεωρούν ότι η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση δεν υπήρξε ώριμο διάβημα και ότι έπρεπε να προηγηθεί η εναρμόνιση των  εθνικών  οικονομικών  πολιτικών[31].

Για την επιστροφή της Δημοκρατίας

Η μόνη απάντηση που υπάρχει στο φαινόμενο της μετα-δημοκρατίας  είναι  να βοηθήσουμε  τη δημοκρατία να επιστρέψει θέση πρυτανείας που της αρμόζει.
Επειδή πλέον έχουν προκύψει μορφές  οικονομικής δραστηριότητας που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει , υπάρχει η ανάγκη τιθάσευσης  των αγορών σε ένα πλαίσιο  δημοκρατικής κανονικότητας και νομιμότητας. 
Η εξουσία των χρηματοπιστωτικών  παραγόντων της αγοράς πρέπει  να περιοριστεί, μεταξύ άλλων για να αποφευχθούν στο μέλλον σοβαρές κρίσεις όπως αυτήν που περνάμε σήμερα. 
Οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν με επίταση να επαναφέρουν το ζήτημα της οικονομικής δημοκρατίας.
Αυτό σημάνει ότι πρέπει να ενισχυθούν τα δημοκρατικά δικαιώματα συμμετοχής, ελέγχου και έκφρασης  σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας.
Πρόκειται για τη συμμετοχή της πολιτικής, αλλά και για την ενισχυμένη  συμμετοχή των  εργαζομένων και των συνδικάτων σε οικονομικές αποφάσεις - είτε στο πλαίσιο των πολυεθνικών εταιρειών είτε μέσα από  τη στοχευμένη προώθηση ορισμένων βιομηχανιών και υπηρεσιών.
Σε καμία περίπτωση δεν προκρίνεται η  διάλυση της νομισματικής ένωσης, όπως απαιτούν πολλοί θιασώτες του νέου δεξιού η αριστερού λαϊκισμού.
Φορείς που εκφράζουν  τέτοιου είδους προτάσεις   στερούνται λογικής βάσης, διότι ρητά ή υπόρρητα κατασκευάζουν, σχηματοποιούν, ανταλλάσσουν, ερμηνεύουν αξιολογούν και δημιουργούν σχήματα θεωρήσεων εκτός του πραγματικού γίγνεσθαι  και επομένως  υποδηλώνουν ότι μια διάλυση της ευρωζώνης  θα γινόταν  σαν μια ελεγχόμενη διάλυση της νομισματικής ένωσης με ομαλή επιστροφής προς  το  εθνικό σύστημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Κάτι τέτοιο όμως ανήκει στον χώρο της φαντασίας και θα μπορούσε να προκαλέσει μαζικές κοινωνικές αναταραχές σε όλη την Ευρώπη.
Αντίθετα το αίτημα της οικονομικής δημοκρατίας στην Ευρώπη, ενίοτε και άλλοτε στρατηγικό εγχείρημα για την σοσιαλδημοκρατία, διεκδικεί  μια ευρωπαϊκή οικονομική δημοκρατία που  συνδέεται με  την πολιτική εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά μόνο σε  συνδυασμό  με έναν  θεμελιώδη εκδημοκρατισμό της πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης.
Επιπρόσθετα χρειάζεται μια συνολική επέκταση των κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία  θα έχουν  σαφώς την πρωτοκαθεδρία έναντι των οικονομικών ελευθεριών της αγοράς .
Η σημερινή ηγεσία της Ευρώπης υπό την αιγίδα της Γερμανίας  έχει δεσμευτεί μεν στην  περαιτέρω εμβάθυνση της ενοποιητικής διαδικασίας, αλλά μάλλον από την άποψη μιας ανταγωνιστικής και  αυταρχικής κοινότητας  στην οποία όλα τα ευρωπαϊκά κράτη θα εξαναγκάζονται προς μια  νεοφιλελεύθερη οικονομική πορεία.
Κατά μια έννοια επιχειρείται η επιβολή του  γερμανικού μοντέλου, δηλαδή ενός  μοντέλου  άκρως επιτυχημένων εξαγωγών για όλα τα κράτη της  Ευρώπης.
Αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει διότι όπου υπάρχουν  χώρες με πλεονάσματα,  υπάρχουν  αυτόματα και χώρες με ελλείμματα. Αυτό που απαιτεί  μεγαλύτερο συντονισμό σε διεθνές επίπεδο.
Χρειάζεται  μια συντονισμένη οικονομική ανάπτυξη αλλά  επίσης μια συντονισμένη προσπάθεια να βοηθηθούν  οι χώρες της Νότιας Ευρώπης για να σταθούν και πάλι στα πόδια τους και να αναπτύξουν οικονομική δυναμική.
Αυτό φυσικά δεν μπορεί να γίνει με  την ριζοσπαστική πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται σήμερα.
Η Ελλάδα έχει κάνει  σε σύντομο χρονικό διάστημα μια  εξοικονόμηση δαπανών όσο  καμία άλλη χώρα στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα χρέη της χώρας όμως έχουν μεγαλώσει. Γιατί; Διότι την ίδια στιγμή η οικονομία έχει περιέλθει σε μια τόσο καταστροφική ύφεση ώστε  η πλευρά των εσόδων του κράτους να χωλαίνει. Αυτή η πορεία πρέπει να αντιστραφεί.
Αντί να δίδονται τα  χρήματα μόνο για την ρύθμιση του  χρέους στην  Ελλάδα, τα οποία επί του παρόντος  ούτως ή άλλως δεν παίρνουν οι άνθρωποι, αλλά μόνο οι τράπεζες και άλλοι χρηματοπιστωτικοί δανειστές θα πρέπει να επικεντρωθούμε στις επενδύσεις στην οικονομική ανάπτυξη με την έννοια ενός  Σχεδίου Μάρσαλ.
Για παράδειγμα, η περιβαλλοντικά ανεκτή επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας,  η παραγωγή ποιοτικής διατροφής αλλά,  η καινοτομία, οι μεταφορές και το λογισμικό  θα μπορούσαν να είναι μια μελλοντική στρατηγική για την Ελλάδα.
Το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης μέσα σε μια αυταρχική κοινότητα ανταγωνισμού δεν είναι βιώσιμο, διότι παράγει με τη σειρά του, -αυταρχικές αντιστάσεις με έντονη εθνικιστική και λαϊκιστική χροιά , μέσα από πολιτικούς φορείς που υποτίθεται εκπροσωπούν  τα συμφέροντα των κοινωνικά ηττημένων.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες  ειδικότερα τα  δεξιά  λαϊκιστικά κινήματα έχουν ήδη καθιερωθεί ως  πραγματικός συντελεστής ισχύος και μπορούν υπό προϋποθέσεις να  απειλήσουν  τις δημοκρατικές δομές.
Εντούτοις, οι επικρατούσες πολιτικές ελίτ  στην Ευρώπη δεν έχουν  κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Ενίοτε αναμένεται τα αποθέματα νομιμοποίησης  της ΕΕ  να εξαντληθούν.
Η Ευρώπη έχει μέλλον μόνο εάν μεταβεί σε μια θεμελιώδης αλλαγή οικονομικού μοντέλου και  φυσικά, σε έναν  συνολικό εκδημοκρατισμό της πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης της.


[2] Γιούργκεν Χάμπερμας: Για ένα σύνταγμα της Ευρώπης, μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου, Εκδόσεις Πατάκη, 2012

[3] Carl Schmitt: Politische Theologie. Vier Kapitel zur Lehre von der Souveränität, Berlin 1993 (1922

[4] Herfried Muenkler Η «αναβάθμιση» της Δημοκρατίας. Αυγή  01/10/2010 http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=570494

[5] Giorgio Agamben:  Κατάσταση  εξαίρεσης. Εκδόσεις Πατάκη , 2007, σελ. 11

[6] Giorgio Agamben:  Κατάσταση  εξαίρεσης. Εκδόσεις Πατάκη , 2007, σελ 13

[7] Άννας Καρακατσούλη:  Tο παρελθόν μας δίνει μαθήματα για το μέλλον. Εφημερίδα των Συντακτών”, 26/11


[8] Γιαν-Βέρνερ Μύλερ: "Κυβερνούν ελίτ που δεν λογοδοτούν στους λαούς" http://www.tovima.gr/PrintArticle/?aid=436874

[9] Giorgio Agamben:  Κατάσταση  εξαίρεσης. Εκδόσεις Πατάκη , 2007, σελ 14

[10] «Έτσι υπονομεύεται η δημοκρατία» - Συνέντευξη με τον Hans-Jürgen Urban http://www.goethe.de/ins/gr/lp/kul/dug/kri/kie/el8105538.htm


[11] Streeck Wolfgang: Η κρίση του 2008 ξεκίνησε σαράντα χρόνια πριν  http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article323

[12] Wolfang Streeck: Οι κρίσεις του δημοκρατικού καπιταλισμού http://e-dromos.gr/ index.php?option=com_k2&view=item&id=8028:οι-κρίσεις-του-δημοκρατικού-καπιταλισμού&Itemid=51

[13] Joachim Bischoff , Bernhard Müller: Η Ευρώπη στο επίκεντρο της νέας φάσης της μεγάλης κρίσης. http://transform-network.net/el/journal/teychos-092011/news/detail/Journal/europe-in-the-centre-of-the-new-phase-of-the-big-crisis.html

[14] Jan Pehrke : Από τη Δημοκρατία στην Μεταδημοκρατία. http://jimmy278.blogspot.gr/2008/11/blog-post_2965.html

[15] Μάρκ Μαζάουερ: Η κρίση δεν είναι ελληνική, είναι υποταγή της ΕΕ στις αγορές. http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=480813

[16] Charles Taylor/ Slawomir Sierakowski: Η αποπολιτικοποίηση της πολιτικής http://arguments.gr/node/302

[17] Etienne Balibar: What Democratic Europe? A Response to Jürgen Habermas. http://www.social-europe.eu/2012/10/what-democratic-europe-a-response-to-jurgen-habermas/


[18] Μπερνάρ-Ανρί Λεβί: Να ξαναζήσει ο φιλελληνισμός! (Pour que revive le philhellénisme) ©Le Point) Δεκέμβριος 02 2012. http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=8173&LID=1


[19] Μίμης Ανδρουλάλης : Όπλων Κρίσις . Νεκρικοί διάλογοι για την αριστερά . Πατάκης ,2012, σελ 11

[20] David Marquand: Η χαμένη ένωση της ΕυρώπηςΠόσο συμβατά είναι η δημοκρατία και ο καπιταλισμός; http://www.tanea.gr/ ΕκτύπωσηΆρθρου/?aid=4737037


[21] Μαυροζαχαράκης Εμμανουήλ: «Οι Αδυναμίες Της Οικονομίας Της Αγοράς.
Ένα βιβλίο του Heiner Flassbeck»
http://adhoc-logos.blogspot.gr/

[22] Herfried Münkler, Ο εκδημοκρατισμός δεν μπορεί να σώσει την Ευρώπη http://imwrong.wordpress.com/2011/07/11/democratization-cant-save-europe/

 

[23] Μαυροζαχαράκης Μανόλης Νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και δημοκρατία  http://logioshermes.blogspot.com/2011/12/blog-post_14.html


[24] Krugman Paul: Eχει τελειώσει η ανάπτυξη; http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=490689


[25] Marcel Gauchet: Η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών, 1914-1974, Πόλις, 2012

[26] George Friedman: Europe in 2013: AYear of Decision , Januar 3, 2013, Geopolitical Weekly 


[27] Claus Offe : Τα λάθη της Ευρώπης. http://www.efsyn.gr/?p=1475

[28] Timothy Garton Ash: Η κρίση της Ευρώπης. Πώς δημιουργήθηκε η Ένωση και γιατί δείχνει τώρα να διαλύεται. http://www.foreignaffairs.gr/print/69049

[29] Perry Anderson : Η Ευρώπη μιλάει Γερμανικά



[30] Judit Kantor : Το παράδοξο της Δημοκρατίας: Τάσεις νομιμότητας και νέες πηγές αρχών .
DELKELET EUROPA – SOUTH-EAST EUROPE International Relations Quarterly, Vol. 2. No. 4. (Winter 2011 Tel)
ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ Τριμηνιαία  έκδοση διεθνών Σπουδών, Τόμος 2. Νο. 4 (Χειμώνας 2011/4)  

[31] Alberto Bagnai: One (labour) market, one money-Μία αγορά εργασίας,ένα νόμισμα . http://pergadi.blogspot.gr/2012/06/one-labour-market-one-money.html